- τρωπῶμαι
- τρωπάωturnpres subj mp 1st sg (attic epic ionic)τρωπάωturnpres ind mp 1st sgτρωπάωturnpres subj mp 1st sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μετατρωπώμαι — μετατρωπῶμαι, άομαι (Α) (μτγν. ποιητ. τ.) μετατρέπομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + τρωπῶμαι «μετατρέπομαι»] … Dictionary of Greek
τρωπώ — άω και δ. γρφ. μέσ. τροπῶμαι, άομαι, Α (ποιητ. επιτ. τ.) 1. αλλάζω, μετατρέπω 2. στρέφω ή κάμπτω κάτι 3. μέσ. τρωπῶμαι, άομαι α) γυρίζω πίσω β) τρέπομαι σε φυγή. [ΕΤΥΜΟΛ. Επιτ. επαναληπτικός ενεστ. σχηματισμένος από την εκτεταμένη ετεροιωμένη… … Dictionary of Greek